ακατάστατος

ακατάστατος
-η, -ο (Α ἀκατάστατος, -ον)
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος
«ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7)
«ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74)
2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα, κατακάθι
«ακατάστατος μούστος», «ἀκατάστατον οὖρον» (Ιπποκρ. Προρ. 1, 32)
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει τάξη, ο ανοικοκύρευτος
2. εκείνος που μετακινείται συνεχώς από το ένα μέρος στο άλλο
αρχ.
1. ο άστατος, ο ανήσυχος
«δῆμός ἐστιν ἀσταθμητότατον... ὥσπερ θάλαττ' ἀκατάστατον» (Δημοσθ. 383, 6)
2. ασταθής, ανάξιος εμπιστοσύνης
«ἀνὴρ δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῑς ὁδοῑς αὐτού» (ΚΔ Επιστ. Ιακ. 1, 8).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καθίστημι.
ΠΑΡ. ακαταστασία
αρχ.
ἀκαταστατῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκατάστατος — unstable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατάστατος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει τάξη: Σ όλα του είναι ακατάστατος. 2. (για τον καιρό), ασταθής, αβέβαιος: Αυτές τις μέρες ο καιρός ήταν ακατάστατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαταστάτως — ἀκατάστατος unstable adverbial ἀκατάστατος unstable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάστατον — ἀκατάστατος unstable masc/fem acc sg ἀκατάστατος unstable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστάτοις — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστάτοισιν — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστάτου — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστάτους — ἀκατάστατος unstable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστάτων — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστάτῳ — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”